«Παραστατικό / Μη-Παραστατικό», Αντωνιάδειος Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Βέροια, 2 Σεπτ. 1978
«Πνευματική και Πολιτιστική Ανάπτυξη» Σ.Μ.Α.ΛΕ.Π, 2ο Συνέδριο, (Αναπτυξιακά θέματα της Λευκάδας), Λευκάδα 25-27 Φεβρ. 1983
«Ο Υπερρεαλισμός στις Εικαστικές Τέχνες», Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας , Εκδηλώσεις 1ου Εαρινού Ηλιοστασίου 2004/ Επετειακό Αφιέρωμα στα 50 χρόνια Υπερρεαλισμού, Andre Breton - Πρώτο Σουρεαλιστικό Μανιφέστο 1924-2004, Λευκάδα 26-28 Μαρτίου 2004.
« … για τον Θεόδωρο Στάμο» Τριήμερο αφιέρωμα μνήμης και τιμής, Λευκάδα 27-28-29 Οκτ. 2006.
«Η Ρωσική Πρωτοπορία - Οι Ηγέτες - Η Εποχή», εγκαίνια έκθεσης Συλλογής Κωστάκη του Κ.Μ.Σ.Τ Θεσσαλονίκης, Λευκάδα 18 Ιουλίου 2009.
«Πνευματική και Πολιτιστική Ανάπτυξη» Σ.Μ.Α.ΛΕ.Π, 2ο Συνέδριο, (Αναπτυξιακά θέματα της Λευκάδας), Λευκάδα 25-27 Φεβρ. 1983
«Ο Υπερρεαλισμός στις Εικαστικές Τέχνες», Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας , Εκδηλώσεις 1ου Εαρινού Ηλιοστασίου 2004/ Επετειακό Αφιέρωμα στα 50 χρόνια Υπερρεαλισμού, Andre Breton - Πρώτο Σουρεαλιστικό Μανιφέστο 1924-2004, Λευκάδα 26-28 Μαρτίου 2004.
« … για τον Θεόδωρο Στάμο» Τριήμερο αφιέρωμα μνήμης και τιμής, Λευκάδα 27-28-29 Οκτ. 2006.
«Η Ρωσική Πρωτοπορία - Οι Ηγέτες - Η Εποχή», εγκαίνια έκθεσης Συλλογής Κωστάκη του Κ.Μ.Σ.Τ Θεσσαλονίκης, Λευκάδα 18 Ιουλίου 2009.
… για τον Θεόδωρο Στάμο.
Θεόδωρος Στάμος
Όταν μου προτάθηκε να μιλήσω για τον Θεόδωρο Στάμο, ομολογώ, αντιμετώπισα ένα μεγάλο δίλημμα, αν θα έπρεπε ή όχι να δεχτώ. Τι θα μπορούσα εγώ να πω, τι έπρεπε να πω για έναν άνθρωπο τόσο καθαρό εσωτερικά, όσο οι πίνακές του, με τις σωστές δόσεις αφαίρεσης, τόσο σεμνό, όσο του επέβαλε μια αδιάκοπη αυτοκριτική, που τον κρατούσε μέσα στα πλαίσια της ομορφιάς και της αλήθειας ενός καθημερινού ανθρώπου του κόσμου.
Για τον Στάμο έχουν ειπωθεί κι έχουν γραφεί πολλά. Και για τη ζωή του και για το έργο του. Δεν προτίθεμαι, θα το πω από την αρχή, να καταθέσω κάτι νέο για τον άνθρωπο, που γνώρισα για πάνω από είκοσι χρόνια. Για την πορεία του στη ζωή, τη διαδρομή του, που ήταν μια επίμονη και επίπονη μάχη, τις περισσότερες φορές μοναχική. Ελάχιστα μόνο μπορώ να πω για τον καλλιτέχνη, καθώς κι ο ίδιος, άλλωστε, ήταν πάντοτε αρνητής της όποιας φωταγωγημένης βιτρίνας και φανερά αμήχανος, ενοχλημένος συχνά, με ό,τι επιχειρούσε να αποκαλύψει την πίστη του στη δική του αλήθεια.
Θα πω όμως λίγα απ΄όσα μου έμειναν από την πολύχρονη φιλία μου μαζί του, τις αμέτρητες ώρες των συζητήσεων, ειδικά των πρώτων χρόνων. Λίγα, απ΄όσα μπόρεσα τελικά να αποκωδικοποιήσω, όταν ο Στάμος δεν αναζητούσε τα θέματά του, όταν περίμενε αυτή τη μαγική στιγμή και ζούσε με την ελπίδα αυτής της μοναδικότητας της γέννησης, που δεν συσχετίζεται με τίποτα και δεν είναι κάτι προσιτό στη νόηση.
Λίγα λόγια, λοιπόν, «εις θύμησιν» ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, που δεν τον γνώρισαν από κοντά οι περισσότεροι, αν και όλοι είχαν ακούσει κάτι γι΄αυτόν, αλλά που αγαπήθηκε θερμά από λίγους. Ενός απαιτητικού ζωγράφου, με οξύτατη συνείδηση, πιστεύω, διανοούμενου ανθρώπου. Ανοιχτού απέναντι σε κάθε νεωτερισμό της τέχνης, εκφραστικά ανεξίθρησκου, παραδειγματικά ανεξάρτητου, παθιασμένου αναζητητή ενός άλλου, πολύ πιο ξάστερου, ορίζοντα.
Γνώρισα τον Θεόδωρο Στάμο το καλοκαίρι του 1975, όταν, μέσα στη δίνη των προβλημάτων, που αντιμετώπιζε τότε, έδειχνε ότι είχε βρει, οριστικά πια, το πνεύμα του μυστηρίου της παιδικής του ηλικίας, που το νόημά της είχε αφήσει μισοτυλιγμένο από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, σε χρόνια δύσκολα για τον τόπο.
Αν η αγάπη του για το καθαρό, δονούμενο χρώμα αφυπνίστηκε τότε, πιστεύω ότι αυτή γιγαντώθηκε στη δεκαετία του ΄70 , αφού εδώ φαίνεται να βρήκε ό,τι πιο διάφανο, θερμό και λαμπερό. Αν την πρώτη φορά έμεινε με την εντύπωση πως είχε συλλάβει την ουσία μιας χώρας, που είχε ένα τόσο διαφορετικό φως και ατμόσφαιρα, παρόμοια μ΄αυτά των νοτιοδυτικών πολιτειών της Αμερικής, στο δεύτερο ταξίδι του στο πατρογονικό έδαφος συνειδητοποίησε πια την έννοια του ανοιχτού χαρακτήρα, που ορίζει το ελληνικό τοπίο και δείχνει να καταλαβαίνει ότι οι πίνακές του είναι ελληνικοί.
«Πως λατρεύω τη θάλασσα της Λευκάδας και τον ήλιο και τα λουλούδια και… και… όλα αυτά!!! », μου έγραφε ενθουσιασμένος από τη Νέα Υόρκη τον Φλεβάρη του 1977. Είχε αγαπήσει αληθινά αυτή την υδάτινη, ονειρική ατμόσφαιρα. Το νερό, τη γεμάτη ζωή. Το τέλειο μέρος για να πηγαίνει κανείς. Τότε κατάλαβε ότι μόνο εδώ η θάλασσα δεν ήταν ποτέ τόσο μακριά. ΄Οτι ήθελε πάντα να την αγγίζει…
« Το μόνο που επιθυμώ είναι να αναπαραστήσω τις αισθήσεις μου» , έλεγε συχνά. « Τρέφω μια μυστικιστική αφοσίωση στην ιδέα της αρμονίας. Ζω ασκητικά, θεωρώ τη λιτότητα συστατικό στοιχείο της ζωής μου. Θαυμάζω τη θάλασσα, τον ήλιο, τον ουρανό, που δείχνουν να είναι τα απλούστερα πράγματα στον κόσμο. Όλα όσα κάνω προέρχονται από τον φυσικό κόσμο. Αποτυπώνουν το χώρο και τα πράγματα, που αυτός περιέχει. Ψάχνω την κρυμμένη αυθεντικότητα της φύσης και του χάους. Με έλκει η αίσθηση του παράξενου. Θέλω να αποδεσμεύσω το μέσα μέρος των πραγμάτων, πασχίζω να αποκαλύψω το μυστήριο της εσωτερικής ζωής της ύλης ».
΄Ετσι κατανοήσαμε κι όλοι εμείς, που μαθητεύσαμε κοντά του, σταδιακά, είναι αλήθεια, πόσο η φύση και οι μορφές της έχουν αξιωματική θέση στη ζωγραφική. Πως η φύση, είτε σαν απτή μετουσίωση του θαύματος, είτε σαν πρώτη ύλη για την κατανόησή του, κινείται, αναπνέει και σημαίνει τις μυστικές αποκαλύψεις πίσω από τον φαινομενικά αδιάφορο κόσμο των μικρών πραγμάτων. Πως η φύση ξαφνιάζει, αιφνιδιάζει με τις απρόσμενες εικόνες της και πως θα πρέπει να την αφήσεις να σε ακουμπήσει κατάσαρκα με την καθαρότητα και τη διαύγεια της αλήθειας, που κρύβεται μέσα τους. Πως πρέπει να οδηγείς την ψυχή σου σ΄ένα ξέφωτο, απ΄όπου να μπορείς να αντικρύσεις και πάλι καθαρά το μονοπάτι για το θαύμα που κρύβεται πίσω από την όψη των πραγμάτων.
Θυμάμαι πώς δίδασκε. Δεν είχε πλάνο μαθήματος. Πλησίαζε τον κάθε σπουδαστή με διαφορετικό τρόπο. Ξεκινούσε από κάθε πίνακα ξεχωριστά. Δεν ήθελε να ζωγραφίζουν όπως αυτός, ήθελε να μαθαίνουν απ΄αυτόν. Συνομιλούσε με τους μαθητές του. Προσπαθούσε να τους κάνει να χαρούν τη δική τους ταυτότητα στη δουλειά τους. Να τους κάνει να δημιουργήσουν κάποια ένταση με τα επί μέρους στοιχεία του κάθε έργου. Να χρησιμοποιούν διαυγέστερα χρώματα. Μιλούσε στα παιδιά για τη δουλειά των ζωγράφων, που του θύμιζαν τα δικά τους έργα . Τα παρότρυνε να δουν έργα τους σε μουσεία, συλλογές και εκθέσεις, να τους ψάχνουν σε διάφορα βιβλία. Του άρεσε να ακούει να μιλούν για τα έργα τους και για τα έργα των άλλων. Τέλος ,τους έλεγε και τη δική του γνώμη . Ο διάλογος, η κριτική ήταν ανοιχτά. ΄Ηταν μοναδική εμπειρία να παρακολουθείς τον Στάμο να διδάσκει, να παρακολουθεί τους μαθητές του να δημιουργούν.
Πιστεύω ότι ο Στάμος πάσχιζε τελικά να μεταδώσει αυτό που ο ίδιος κατάκτησε. Το ότι, δηλαδή, η μαγική ύλη του κόσμου βρίσκεται εκεί, μπροστά μας, εμείς απλώς πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που κοιτάζουμε, μόνοι μας τελικά, μονάχα με τα δικά μας μάτια.
Πίστευε, μάλιστα, ότι οι δυνατοί και ιδιότυποι δημιουργοί ανήκουν σε ομάδες μόνο σε ορισμένες στιγμές της διαδρομής τους. Στη συνέχεια επιβάλλεται η προσωπικότητα. ΄Ετσι στην εποχή μας, που έχουν γίνει τα πάντα, που όλα τα δόγματα – αφαίρεση, παράσταση – ανατινάχτηκαν, μόνο η ιδιομορφία της προσωπικότητας προβάλλεται και έχει τελικά σημασία. Γι αυτό έλεγε, ότι δεν υπάρχουν κανόνες στη δημιουργία. Το ίδιο μιας δημιουργίας είναι να βγαίνει έξω από τους κανόνες. Τη στιγμή που ένας καλλιτέχνης αρχίζει να βγαίνει έξω από τους ίδιους του τους κανόνες, τότε μόνο αρχίζει να γίνεται μεγάλος καλλιτέχνης. ΄Οσο μένει μέσα στους κανόνες, είναι ένας μαθητευόμενος, που τα καταφέρνει κατά κάποιο τρόπο.
Γι αυτό, πιστεύω, του άρεσε τόσο ο Ματίς, γιατί δεν είναι μόνο ο φωβισμός, αλλά πάνω απ΄το φωβισμό. Γι αυτό αποδεχόταν τον Πικάσσο, γιατί δεν ήταν μόνο ο κυβισμός, αλλά πολύ περισσότερα και πάνω απ΄τον κυβισμό.
Πίστευε ότι η τέχνη έχει ένα νόημα κι ότι αυτό το νόημα περνάει μέσα από τα υλικά, που χρησιμοποιούνται, αλλά πάντα τα ξεπερνά. Ότι το ίδιο το έργο τέχνης πρέπει να υπερβαίνει τα μέσα και τις φόρμες, να παράγει μια αίσθηση υπερβατική , που έχει σχέση με την πνευματικότητα. « Η τέχνη » , έλεγε, « έχει σαν λειτουργία να δίνει στον άνθρωπο ένα μέτρο, που είναι πιο μεγάλο από τον άνθρωπο. Πώς να δώσει κανείς σήμερα αυτό το μέτρο; Αυτό είναι το πρόβλημα για τον ζωγράφο. Πώς να καταφέρει να ανακαλύψει μέσα του αυτό που είναι πιο μεγάλο από τον ίδιο. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο… »
Πίστευε στην καθαρή ζωγραφική. Θεωρούσε ότι αποτελεί μια από τις εντιμότερες στιγμές της ύπαρξης.
Ζητούσε πάντα να αφήνουμε τα έργα μας να βγαίνουν από το υποσυνείδητο ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς τη δημιουργική πλευρά του εαυτού του. Να είμαστε όσο γινόταν πιο πιστοί στη δημιουργική αυτή πλευρά, να την προωθούμε κατά κάποιο τρόπο.
Μιλούσε συχνά για την αγωνία του καλλιτέχνη, για την επώδυνη προσπάθεια της διαδικασίας, όπου η ιδέα έρχεται και μας βρίσκει και απαιτεί να γεννηθεί μέσα από εμάς. Κι αυτό πολλές φορές κρατάει πολύ καιρό. Και μας κάνει να νοιώθουμε σαν εργαλείο, πότε ευτυχισμένο και πότε δυστυχισμένο. Γιατί ένα έργο δεν είναι η διατύπωση μιας « διάθεσης της στιγμής», αλλά ο γολγοθάς, που διανύουμε σε μια διαδρομή ατέρμονη.
Πίστευε ότι η τέχνη μπορεί να επηρεάσει και να φέρει αλλαγές . Ότι η ζωγραφική μπορεί να δημιουργήσει ένα ρήγμα στο συμβατικό τρόπο σκέψης, που έχουμε όλοι μας, στις περισσότερες στιγμές της ζωής μας. Ότι ένας ζωγραφικός πίνακας μπορεί να εμπνεύσει. Κι ότι ο πρωταρχικός ρόλος της ζωγραφικής είναι να κάνει τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον εαυτό τους, τη ζωή τους και, προ πάντων, να έλθουν σε επαφή με τη δημιουργική δύναμη που κρύβουν μέσα τους, αλλά και πέρα απ΄αυτή, ώστε να ανακαλύψουν τα «πράγματα».
Για όσα συμβαίνουν σήμερα στην τέχνη δεν ήταν απορριπτικός, είχε όμως μια βαθιά επιφύλαξη. Αυτό ξεκινούσε, πιστεύω, από τη βαθιά του πίστη ότι τα αληθινά έργα πρέπει να ξανοίγονται μπροστά μας σαν τόποι ψυχής και να μας κοιτάζουν στα μάτια. ΄Οτι πρέπει να δηλώνουν τον αγώνα του ανθρώπου και τις αξίες των κοινωνιών, ότι πρέπει να απευθύνονται στην καρδιά του ενός και στη συνείδηση του συνόλου.
Ο Στάμος δεχόταν ότι κάθε τι που γίνεται έχει θέση στην ιστορία της τέχνης. Πίστευε όμως ότι η τέχνη δεν έχει ιστορία, έχει μονάχα έργα. ΄Ελεγε ότι πολλά από τα έργα της εποχής μας ήταν τυφλά. Κι ακόμη ,ότι πολλοί σημερινοί καλλιτέχνες σαν να σκυλεύουν την τέχνη. Απορούσε για την τόσο μεγάλη παραγωγή, φορτωμένη με τόση τεχνολογία, τόσο καλλιτεχνικό ναρκισσισμό. Και πολλές φορές αμφισβητούσε ως τέχνη μεγάλο μέρος αυτής της αισθητικής παραγωγής. Είχε την άποψη ότι έχουν να κάνουν με γοητευτικές επινοήσεις, απ΄ όπου απουσίαζε κάθε τι που αντιπροσωπεύει τη μοναδικότητα του αληθινού και την αγωνία του μεταφυσικού στοιχείου. ΄Ισως επειδή ο Στάμος σ΄όλη του τη ζωή προσπαθούσε με τα έργα του να φανερώσει το αληθινό μέσα από το πραγματικό κι όχι να απεικονίσει την πραγματικότητα.
Ο Στάμος συνέθετε με μοναδική ευκολία τα χρώματα και τα σχήματα πάνω στο μουσαμά. ΄Ηταν φανερό πως είχε κατακτήσει αυτή την επιδεξιότητα με μακρόχρονη εξάσκηση. Εκμεταλλευόταν τις πλαστικές δυνατότητες του χρώματος στο έπακρον. Επεδίωκε να αποκαλύψει, στο βαθμό που είχε προαποφασίσει, τις προθέσεις του και να φτάσει στο στόχο του κατ΄ευθείαν μέσα από τη δύναμη των χρωμάτων. Κι αυτός ο στόχος ήταν γι αυτόν η εκτέλεση του πιο βασικού καθήκοντος κάθε καλλιτέχνη, η ανατρεπτική, δηλαδή, παράσταση των ορατών και των αόρατων, αυτών που αποκαλούμε αναπαράσταση γενικώς, καθόσον έτσι μόνο συμβάλλει αποφασιστικά στη συνεχή μεταμόρφωση του πολιτισμού.
Αυτό που θέλει να μας βεβαιώσει ο Στάμος είναι ότι όλα είναι χρώμα. Εκτός από τα χρώματα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποδείξουμε τον κόσμο. Ο τρόπος που παραθέτει, που διανέμει τα χρώματα, κωδικοποιεί μέσα στο μικρό χώρο του πίνακα το σύστημα του κόσμου. Μέσα από τη σχεδίαση των πεδίων του δεν υπάρχει τιποτ΄άλλο, εκτός, βέβαια, από την αιωνιότητα.
΄Ετσι τελικά η αιωνιότητα καθορίζεται ως το μόνο θέμα του, αλλά και το οριστικό θέμα της ζωγραφικής του γενικότερα. Γι αυτό και με κάθε χειρονομία πάνω στο μουσαμά θέλει να υπερβεί τους περιορισμούς, που έχουν θέσει αυστηροί και αδέκαστοι συμπαντικοί κανόνες πάνω στον άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να περιφρουρήσει την αυτονομία του πίνακα. Γι αυτό το λόγο, όσες φορές κι αν αποπειραθούν οι σχηματικές μορφές και τα σύμβολα των έργων του να τα εγκαταλείψουν, ποτέ δεν κάνουν το τελικό βήμα. Σαν να μη θέλουν να αποχωριστούν την ασφάλεια και τη θαλπωρή, που τους παρέχει τόσο γενναιόδωρα το ζεστό, γαλήνιο τοπίο του κάθε πεδίου.
΄Ετσι στο διηνεκές αυτά τα έργα θα βιώνουν την ελευθερία τους, θα επιτηρούν με αυτοπεποίθηση τα όριά τους και θα ικανοποιούνται με μόνη τη διαπίστωση ότι κατόρθωσαν να κάνουν τον κόσμο πίνακα.
Στα έργα του τελευταίου δραματικού και επώδυνου κύκλου της ζωής του ο Στάμος καταπιάνεται μ΄ένα πανάρχαιο συναίσθημα κι ένα μεγάλο ερωτηματικό: τον ορισμό της ύπαρξης μπροστά στο θάνατο, την οδύνη του ανθρώπου μπροστά στην απώλεια και στο χαμό. Καταφεύγει έτσι με απόγνωση στη μνήμη και επιχειρεί μια τυφλή πορεία επιστροφής στην πρωταρχική μήτρα της ζωής. Είναι το κόκκινο χρώμα, που, περισσότερο από κάθε τι άλλο, τα κατακλύζει όλα. Λειτουργεί σαν πολλαπλό, παλλόμενο, αιμάτινο κάτοπτρο. Το κόκκινο μνήμη, το κόκκινο έρωτας, το κόκκινο θάνατος.
Η μοίρα των ανθρώπων φαίνεται να απασχολεί τον Στάμο έντονα. Χρησιμοποιεί έτσι τη μνήμη σαν ένα ακόμη πεδίο, όπου ο θάνατος και η ζωή συνυπάρχουν. ΄Ο,τι δεν υπάρχει πια, ανήκει στο θάνατο, αλλά, ταυτόχρονα, όσο το κρατάμε μέσα μας, όσο το ανακαλούμε για χρήση, αυτό εξακολουθεί να ζει. ΄Ετσι η μνήμη λειτουργεί σαν ένα πεδίο αντίστασης και εσωτερικής φυγής του Στάμου από ένα θάνατο που έρχεται και τον συντρίβει.
΄Ετσι παρατηρούμε τον Στάμο, χαμένο μέσα στους λαβύρινθους του εαυτού του, να επιστρέφει στις ακτές και στα σύμβολα των πρώτων ζωγραφικών του χρόνων και, με μια απόλυτα χειραφετημένη χειρονομία, να ψάχνει να βρει τη ρίζα αυτής της αβάσταχτης κραυγής. ΄Ολες οι οδυνηρά βιωμένες εμπειρίες της ζωής του και της τέχνης του καταλήγουν σ΄αυτή την εναγώνια προσπάθεια ανάκλησης του θανάτου. Η εκπληκτική εικονογραφία αυτού του πολύπαθου, κατακερματισμένου κόσμου επιτυγχάνεται μέσα από ατίθασες, βίαιες, επιθετικές πινελιές, που εκπέμπουν ήχους, εμπεριέχουν παροξυσμούς αυτοκριτικής και κονταροχτυπιούνται ασθματικά με τον χρόνο…
Τί εκόμισε στην τέχνη ο Στάμος ; Πιστεύω, ανάμεσα σε πολλά, την εμπιστοσύνη, που πρέπει να δείχνουμε στην τέχνη, ωσάν συμπληρώτρια της ζωής. Αυτό δεν είναι ούτε μικρό πράγμα, ούτε συνηθισμένο. Αρετή και δύναμη δείχνει, πιστεύω, ακόμη, πως αποφάσισε έγκαιρα να γίνει ζωγράφος, τίποτ΄άλλο. Και το ιδανικό του αυτό το πραγματοποίησε με πολύ συγκεκριμένους τρόπους.
Πρώτα πρώτα, με μια ασκητική προσήλωση στις πιο φίνες λεπτομέρειες της τέχνης, της καθαρής δημιουργίας, απαλλαγμένης από τα μάταια όσα πρόσθετα φκιασίδια. Έτσι έδωσε ένα νέο ,ουσιαστικό νόημα σ΄αυτό που λέμε «καθαρή» ζωγραφική.
Μετά, με την τόλμη της ειλικρίνειας των συναισθημάτων του απέναντι στη φύση, στον έρωτα και στο θάνατο, τόση, που είναι αρκετή να του δώσει μια από τις πιο τιμητικές θέσεις στην παγκόσμια εικαστική πρωτοπορία.
Τέλος, με την ιστορική του αίσθηση και την κοινωνική και θρησκευτική του συνείδηση, όπως αυτά προβάλλονται στο παρελθόν και αντανακλώνται στο μέλλον του Ελληνισμού, όπου γης, ως αδιάκοπου εκφραστή ενός κύρια μεσογειακού πολιτισμού. Ο ίδιος ο Στάμος σ΄άφηνε να υποψιαστείς τις εξαιρετικές στιγμές που ένιωθε, κατανοώντας τις γνώριμες σχέσεις σχεδίου, φόρμας, αρχέτυπου, μορφής, ιστορίας και μοντερνισμού, με όσες ρήξεις έχουν υποστεί αυτές οι σχέσεις μέσα στο χρόνο. Διάβαζε καθαρά το νόημά τους. Κατέληγε σ΄ένα ιδιότυπο συμπέρασμα για τους πολιτισμούς της Μεσογείου. Πως, δηλαδή, έδωσαν την αρχή στη μορφή και κατόπιν η μορφή έδωσε στην τέχνη, ό,τι ονομάζουμε σήμερα τέχνη απ΄τις αρχές του περασμένου αιώνα, δηλαδή μοντέρνα τέχνη. Το είχε δει νωρίτερα στα κυκλαδικά ειδώλια, στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στην τέχνη της ανατολής. Το είχε παρατηρήσει στο φως των καλλιτεχνών της μεσογείου, στη σχέση τους με την Αρχή…
΄Ετσι ο Στάμος, με τις ελληνικές του ρίζες και τις κοσμοπολίτικες εμπειρίες του από το νέο κόσμο, γίνεται, πιστεύω, βαθμιαία κεντρικός ζωγράφος του μείζονος ελληνισμού. Από την αρχή διαιωνίζει και ταιριάζει θαυμαστά όλα τα ζωντανά στοιχεία, που ορίζουν την διαδρομή της τέχνης μέσα στο χρόνο. Κι αυτό το πετυχαίνει με απλότητα, με τόλμη περισσή, τέτοια, που αναγκάζει κάθε κοινωνό και μελετητή του έργου του να λογαριάζει τον Στάμο, με ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, σαν έναν από τους πιο τίμιους, γοητευτικούς και ανθρώπινους ζωγράφους της εποχής μας.
Και μάλιστα, και θα τελειώσω μ΄αυτό, αν η τύχη τόφερνε κι αλλιώς, σαν τον ζωγράφο, που θα μπορούσε να διαδραματίσει για την κουλτούρα του Ελληνισμού το ρόλο που έπαιξε ο Ματίς για τη γαλλική κουλτούρα, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί σε μια συζήτησή μας ένας κοινός μας φίλος στα μέσα της δεκαετίας του ΄70.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, μέσα στη δίνη των όσων διαδραματίστηκαν σ΄εκείνη, τη δραματική για το Στάμο, εποχή, όμως τίποτα δεν αποκλείει, ώστε αυτό να συμβεί στο μέλλον.
Κώστας Δ. Γλένης Λευκάδα, Σεπτέμβρης 2006
Για τον Στάμο έχουν ειπωθεί κι έχουν γραφεί πολλά. Και για τη ζωή του και για το έργο του. Δεν προτίθεμαι, θα το πω από την αρχή, να καταθέσω κάτι νέο για τον άνθρωπο, που γνώρισα για πάνω από είκοσι χρόνια. Για την πορεία του στη ζωή, τη διαδρομή του, που ήταν μια επίμονη και επίπονη μάχη, τις περισσότερες φορές μοναχική. Ελάχιστα μόνο μπορώ να πω για τον καλλιτέχνη, καθώς κι ο ίδιος, άλλωστε, ήταν πάντοτε αρνητής της όποιας φωταγωγημένης βιτρίνας και φανερά αμήχανος, ενοχλημένος συχνά, με ό,τι επιχειρούσε να αποκαλύψει την πίστη του στη δική του αλήθεια.
Θα πω όμως λίγα απ΄όσα μου έμειναν από την πολύχρονη φιλία μου μαζί του, τις αμέτρητες ώρες των συζητήσεων, ειδικά των πρώτων χρόνων. Λίγα, απ΄όσα μπόρεσα τελικά να αποκωδικοποιήσω, όταν ο Στάμος δεν αναζητούσε τα θέματά του, όταν περίμενε αυτή τη μαγική στιγμή και ζούσε με την ελπίδα αυτής της μοναδικότητας της γέννησης, που δεν συσχετίζεται με τίποτα και δεν είναι κάτι προσιτό στη νόηση.
Λίγα λόγια, λοιπόν, «εις θύμησιν» ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, που δεν τον γνώρισαν από κοντά οι περισσότεροι, αν και όλοι είχαν ακούσει κάτι γι΄αυτόν, αλλά που αγαπήθηκε θερμά από λίγους. Ενός απαιτητικού ζωγράφου, με οξύτατη συνείδηση, πιστεύω, διανοούμενου ανθρώπου. Ανοιχτού απέναντι σε κάθε νεωτερισμό της τέχνης, εκφραστικά ανεξίθρησκου, παραδειγματικά ανεξάρτητου, παθιασμένου αναζητητή ενός άλλου, πολύ πιο ξάστερου, ορίζοντα.
Γνώρισα τον Θεόδωρο Στάμο το καλοκαίρι του 1975, όταν, μέσα στη δίνη των προβλημάτων, που αντιμετώπιζε τότε, έδειχνε ότι είχε βρει, οριστικά πια, το πνεύμα του μυστηρίου της παιδικής του ηλικίας, που το νόημά της είχε αφήσει μισοτυλιγμένο από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, σε χρόνια δύσκολα για τον τόπο.
Αν η αγάπη του για το καθαρό, δονούμενο χρώμα αφυπνίστηκε τότε, πιστεύω ότι αυτή γιγαντώθηκε στη δεκαετία του ΄70 , αφού εδώ φαίνεται να βρήκε ό,τι πιο διάφανο, θερμό και λαμπερό. Αν την πρώτη φορά έμεινε με την εντύπωση πως είχε συλλάβει την ουσία μιας χώρας, που είχε ένα τόσο διαφορετικό φως και ατμόσφαιρα, παρόμοια μ΄αυτά των νοτιοδυτικών πολιτειών της Αμερικής, στο δεύτερο ταξίδι του στο πατρογονικό έδαφος συνειδητοποίησε πια την έννοια του ανοιχτού χαρακτήρα, που ορίζει το ελληνικό τοπίο και δείχνει να καταλαβαίνει ότι οι πίνακές του είναι ελληνικοί.
«Πως λατρεύω τη θάλασσα της Λευκάδας και τον ήλιο και τα λουλούδια και… και… όλα αυτά!!! », μου έγραφε ενθουσιασμένος από τη Νέα Υόρκη τον Φλεβάρη του 1977. Είχε αγαπήσει αληθινά αυτή την υδάτινη, ονειρική ατμόσφαιρα. Το νερό, τη γεμάτη ζωή. Το τέλειο μέρος για να πηγαίνει κανείς. Τότε κατάλαβε ότι μόνο εδώ η θάλασσα δεν ήταν ποτέ τόσο μακριά. ΄Οτι ήθελε πάντα να την αγγίζει…
« Το μόνο που επιθυμώ είναι να αναπαραστήσω τις αισθήσεις μου» , έλεγε συχνά. « Τρέφω μια μυστικιστική αφοσίωση στην ιδέα της αρμονίας. Ζω ασκητικά, θεωρώ τη λιτότητα συστατικό στοιχείο της ζωής μου. Θαυμάζω τη θάλασσα, τον ήλιο, τον ουρανό, που δείχνουν να είναι τα απλούστερα πράγματα στον κόσμο. Όλα όσα κάνω προέρχονται από τον φυσικό κόσμο. Αποτυπώνουν το χώρο και τα πράγματα, που αυτός περιέχει. Ψάχνω την κρυμμένη αυθεντικότητα της φύσης και του χάους. Με έλκει η αίσθηση του παράξενου. Θέλω να αποδεσμεύσω το μέσα μέρος των πραγμάτων, πασχίζω να αποκαλύψω το μυστήριο της εσωτερικής ζωής της ύλης ».
΄Ετσι κατανοήσαμε κι όλοι εμείς, που μαθητεύσαμε κοντά του, σταδιακά, είναι αλήθεια, πόσο η φύση και οι μορφές της έχουν αξιωματική θέση στη ζωγραφική. Πως η φύση, είτε σαν απτή μετουσίωση του θαύματος, είτε σαν πρώτη ύλη για την κατανόησή του, κινείται, αναπνέει και σημαίνει τις μυστικές αποκαλύψεις πίσω από τον φαινομενικά αδιάφορο κόσμο των μικρών πραγμάτων. Πως η φύση ξαφνιάζει, αιφνιδιάζει με τις απρόσμενες εικόνες της και πως θα πρέπει να την αφήσεις να σε ακουμπήσει κατάσαρκα με την καθαρότητα και τη διαύγεια της αλήθειας, που κρύβεται μέσα τους. Πως πρέπει να οδηγείς την ψυχή σου σ΄ένα ξέφωτο, απ΄όπου να μπορείς να αντικρύσεις και πάλι καθαρά το μονοπάτι για το θαύμα που κρύβεται πίσω από την όψη των πραγμάτων.
Θυμάμαι πώς δίδασκε. Δεν είχε πλάνο μαθήματος. Πλησίαζε τον κάθε σπουδαστή με διαφορετικό τρόπο. Ξεκινούσε από κάθε πίνακα ξεχωριστά. Δεν ήθελε να ζωγραφίζουν όπως αυτός, ήθελε να μαθαίνουν απ΄αυτόν. Συνομιλούσε με τους μαθητές του. Προσπαθούσε να τους κάνει να χαρούν τη δική τους ταυτότητα στη δουλειά τους. Να τους κάνει να δημιουργήσουν κάποια ένταση με τα επί μέρους στοιχεία του κάθε έργου. Να χρησιμοποιούν διαυγέστερα χρώματα. Μιλούσε στα παιδιά για τη δουλειά των ζωγράφων, που του θύμιζαν τα δικά τους έργα . Τα παρότρυνε να δουν έργα τους σε μουσεία, συλλογές και εκθέσεις, να τους ψάχνουν σε διάφορα βιβλία. Του άρεσε να ακούει να μιλούν για τα έργα τους και για τα έργα των άλλων. Τέλος ,τους έλεγε και τη δική του γνώμη . Ο διάλογος, η κριτική ήταν ανοιχτά. ΄Ηταν μοναδική εμπειρία να παρακολουθείς τον Στάμο να διδάσκει, να παρακολουθεί τους μαθητές του να δημιουργούν.
Πιστεύω ότι ο Στάμος πάσχιζε τελικά να μεταδώσει αυτό που ο ίδιος κατάκτησε. Το ότι, δηλαδή, η μαγική ύλη του κόσμου βρίσκεται εκεί, μπροστά μας, εμείς απλώς πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που κοιτάζουμε, μόνοι μας τελικά, μονάχα με τα δικά μας μάτια.
Πίστευε, μάλιστα, ότι οι δυνατοί και ιδιότυποι δημιουργοί ανήκουν σε ομάδες μόνο σε ορισμένες στιγμές της διαδρομής τους. Στη συνέχεια επιβάλλεται η προσωπικότητα. ΄Ετσι στην εποχή μας, που έχουν γίνει τα πάντα, που όλα τα δόγματα – αφαίρεση, παράσταση – ανατινάχτηκαν, μόνο η ιδιομορφία της προσωπικότητας προβάλλεται και έχει τελικά σημασία. Γι αυτό έλεγε, ότι δεν υπάρχουν κανόνες στη δημιουργία. Το ίδιο μιας δημιουργίας είναι να βγαίνει έξω από τους κανόνες. Τη στιγμή που ένας καλλιτέχνης αρχίζει να βγαίνει έξω από τους ίδιους του τους κανόνες, τότε μόνο αρχίζει να γίνεται μεγάλος καλλιτέχνης. ΄Οσο μένει μέσα στους κανόνες, είναι ένας μαθητευόμενος, που τα καταφέρνει κατά κάποιο τρόπο.
Γι αυτό, πιστεύω, του άρεσε τόσο ο Ματίς, γιατί δεν είναι μόνο ο φωβισμός, αλλά πάνω απ΄το φωβισμό. Γι αυτό αποδεχόταν τον Πικάσσο, γιατί δεν ήταν μόνο ο κυβισμός, αλλά πολύ περισσότερα και πάνω απ΄τον κυβισμό.
Πίστευε ότι η τέχνη έχει ένα νόημα κι ότι αυτό το νόημα περνάει μέσα από τα υλικά, που χρησιμοποιούνται, αλλά πάντα τα ξεπερνά. Ότι το ίδιο το έργο τέχνης πρέπει να υπερβαίνει τα μέσα και τις φόρμες, να παράγει μια αίσθηση υπερβατική , που έχει σχέση με την πνευματικότητα. « Η τέχνη » , έλεγε, « έχει σαν λειτουργία να δίνει στον άνθρωπο ένα μέτρο, που είναι πιο μεγάλο από τον άνθρωπο. Πώς να δώσει κανείς σήμερα αυτό το μέτρο; Αυτό είναι το πρόβλημα για τον ζωγράφο. Πώς να καταφέρει να ανακαλύψει μέσα του αυτό που είναι πιο μεγάλο από τον ίδιο. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο… »
Πίστευε στην καθαρή ζωγραφική. Θεωρούσε ότι αποτελεί μια από τις εντιμότερες στιγμές της ύπαρξης.
Ζητούσε πάντα να αφήνουμε τα έργα μας να βγαίνουν από το υποσυνείδητο ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς τη δημιουργική πλευρά του εαυτού του. Να είμαστε όσο γινόταν πιο πιστοί στη δημιουργική αυτή πλευρά, να την προωθούμε κατά κάποιο τρόπο.
Μιλούσε συχνά για την αγωνία του καλλιτέχνη, για την επώδυνη προσπάθεια της διαδικασίας, όπου η ιδέα έρχεται και μας βρίσκει και απαιτεί να γεννηθεί μέσα από εμάς. Κι αυτό πολλές φορές κρατάει πολύ καιρό. Και μας κάνει να νοιώθουμε σαν εργαλείο, πότε ευτυχισμένο και πότε δυστυχισμένο. Γιατί ένα έργο δεν είναι η διατύπωση μιας « διάθεσης της στιγμής», αλλά ο γολγοθάς, που διανύουμε σε μια διαδρομή ατέρμονη.
Πίστευε ότι η τέχνη μπορεί να επηρεάσει και να φέρει αλλαγές . Ότι η ζωγραφική μπορεί να δημιουργήσει ένα ρήγμα στο συμβατικό τρόπο σκέψης, που έχουμε όλοι μας, στις περισσότερες στιγμές της ζωής μας. Ότι ένας ζωγραφικός πίνακας μπορεί να εμπνεύσει. Κι ότι ο πρωταρχικός ρόλος της ζωγραφικής είναι να κάνει τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον εαυτό τους, τη ζωή τους και, προ πάντων, να έλθουν σε επαφή με τη δημιουργική δύναμη που κρύβουν μέσα τους, αλλά και πέρα απ΄αυτή, ώστε να ανακαλύψουν τα «πράγματα».
Για όσα συμβαίνουν σήμερα στην τέχνη δεν ήταν απορριπτικός, είχε όμως μια βαθιά επιφύλαξη. Αυτό ξεκινούσε, πιστεύω, από τη βαθιά του πίστη ότι τα αληθινά έργα πρέπει να ξανοίγονται μπροστά μας σαν τόποι ψυχής και να μας κοιτάζουν στα μάτια. ΄Οτι πρέπει να δηλώνουν τον αγώνα του ανθρώπου και τις αξίες των κοινωνιών, ότι πρέπει να απευθύνονται στην καρδιά του ενός και στη συνείδηση του συνόλου.
Ο Στάμος δεχόταν ότι κάθε τι που γίνεται έχει θέση στην ιστορία της τέχνης. Πίστευε όμως ότι η τέχνη δεν έχει ιστορία, έχει μονάχα έργα. ΄Ελεγε ότι πολλά από τα έργα της εποχής μας ήταν τυφλά. Κι ακόμη ,ότι πολλοί σημερινοί καλλιτέχνες σαν να σκυλεύουν την τέχνη. Απορούσε για την τόσο μεγάλη παραγωγή, φορτωμένη με τόση τεχνολογία, τόσο καλλιτεχνικό ναρκισσισμό. Και πολλές φορές αμφισβητούσε ως τέχνη μεγάλο μέρος αυτής της αισθητικής παραγωγής. Είχε την άποψη ότι έχουν να κάνουν με γοητευτικές επινοήσεις, απ΄ όπου απουσίαζε κάθε τι που αντιπροσωπεύει τη μοναδικότητα του αληθινού και την αγωνία του μεταφυσικού στοιχείου. ΄Ισως επειδή ο Στάμος σ΄όλη του τη ζωή προσπαθούσε με τα έργα του να φανερώσει το αληθινό μέσα από το πραγματικό κι όχι να απεικονίσει την πραγματικότητα.
Ο Στάμος συνέθετε με μοναδική ευκολία τα χρώματα και τα σχήματα πάνω στο μουσαμά. ΄Ηταν φανερό πως είχε κατακτήσει αυτή την επιδεξιότητα με μακρόχρονη εξάσκηση. Εκμεταλλευόταν τις πλαστικές δυνατότητες του χρώματος στο έπακρον. Επεδίωκε να αποκαλύψει, στο βαθμό που είχε προαποφασίσει, τις προθέσεις του και να φτάσει στο στόχο του κατ΄ευθείαν μέσα από τη δύναμη των χρωμάτων. Κι αυτός ο στόχος ήταν γι αυτόν η εκτέλεση του πιο βασικού καθήκοντος κάθε καλλιτέχνη, η ανατρεπτική, δηλαδή, παράσταση των ορατών και των αόρατων, αυτών που αποκαλούμε αναπαράσταση γενικώς, καθόσον έτσι μόνο συμβάλλει αποφασιστικά στη συνεχή μεταμόρφωση του πολιτισμού.
Αυτό που θέλει να μας βεβαιώσει ο Στάμος είναι ότι όλα είναι χρώμα. Εκτός από τα χρώματα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποδείξουμε τον κόσμο. Ο τρόπος που παραθέτει, που διανέμει τα χρώματα, κωδικοποιεί μέσα στο μικρό χώρο του πίνακα το σύστημα του κόσμου. Μέσα από τη σχεδίαση των πεδίων του δεν υπάρχει τιποτ΄άλλο, εκτός, βέβαια, από την αιωνιότητα.
΄Ετσι τελικά η αιωνιότητα καθορίζεται ως το μόνο θέμα του, αλλά και το οριστικό θέμα της ζωγραφικής του γενικότερα. Γι αυτό και με κάθε χειρονομία πάνω στο μουσαμά θέλει να υπερβεί τους περιορισμούς, που έχουν θέσει αυστηροί και αδέκαστοι συμπαντικοί κανόνες πάνω στον άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να περιφρουρήσει την αυτονομία του πίνακα. Γι αυτό το λόγο, όσες φορές κι αν αποπειραθούν οι σχηματικές μορφές και τα σύμβολα των έργων του να τα εγκαταλείψουν, ποτέ δεν κάνουν το τελικό βήμα. Σαν να μη θέλουν να αποχωριστούν την ασφάλεια και τη θαλπωρή, που τους παρέχει τόσο γενναιόδωρα το ζεστό, γαλήνιο τοπίο του κάθε πεδίου.
΄Ετσι στο διηνεκές αυτά τα έργα θα βιώνουν την ελευθερία τους, θα επιτηρούν με αυτοπεποίθηση τα όριά τους και θα ικανοποιούνται με μόνη τη διαπίστωση ότι κατόρθωσαν να κάνουν τον κόσμο πίνακα.
Στα έργα του τελευταίου δραματικού και επώδυνου κύκλου της ζωής του ο Στάμος καταπιάνεται μ΄ένα πανάρχαιο συναίσθημα κι ένα μεγάλο ερωτηματικό: τον ορισμό της ύπαρξης μπροστά στο θάνατο, την οδύνη του ανθρώπου μπροστά στην απώλεια και στο χαμό. Καταφεύγει έτσι με απόγνωση στη μνήμη και επιχειρεί μια τυφλή πορεία επιστροφής στην πρωταρχική μήτρα της ζωής. Είναι το κόκκινο χρώμα, που, περισσότερο από κάθε τι άλλο, τα κατακλύζει όλα. Λειτουργεί σαν πολλαπλό, παλλόμενο, αιμάτινο κάτοπτρο. Το κόκκινο μνήμη, το κόκκινο έρωτας, το κόκκινο θάνατος.
Η μοίρα των ανθρώπων φαίνεται να απασχολεί τον Στάμο έντονα. Χρησιμοποιεί έτσι τη μνήμη σαν ένα ακόμη πεδίο, όπου ο θάνατος και η ζωή συνυπάρχουν. ΄Ο,τι δεν υπάρχει πια, ανήκει στο θάνατο, αλλά, ταυτόχρονα, όσο το κρατάμε μέσα μας, όσο το ανακαλούμε για χρήση, αυτό εξακολουθεί να ζει. ΄Ετσι η μνήμη λειτουργεί σαν ένα πεδίο αντίστασης και εσωτερικής φυγής του Στάμου από ένα θάνατο που έρχεται και τον συντρίβει.
΄Ετσι παρατηρούμε τον Στάμο, χαμένο μέσα στους λαβύρινθους του εαυτού του, να επιστρέφει στις ακτές και στα σύμβολα των πρώτων ζωγραφικών του χρόνων και, με μια απόλυτα χειραφετημένη χειρονομία, να ψάχνει να βρει τη ρίζα αυτής της αβάσταχτης κραυγής. ΄Ολες οι οδυνηρά βιωμένες εμπειρίες της ζωής του και της τέχνης του καταλήγουν σ΄αυτή την εναγώνια προσπάθεια ανάκλησης του θανάτου. Η εκπληκτική εικονογραφία αυτού του πολύπαθου, κατακερματισμένου κόσμου επιτυγχάνεται μέσα από ατίθασες, βίαιες, επιθετικές πινελιές, που εκπέμπουν ήχους, εμπεριέχουν παροξυσμούς αυτοκριτικής και κονταροχτυπιούνται ασθματικά με τον χρόνο…
Τί εκόμισε στην τέχνη ο Στάμος ; Πιστεύω, ανάμεσα σε πολλά, την εμπιστοσύνη, που πρέπει να δείχνουμε στην τέχνη, ωσάν συμπληρώτρια της ζωής. Αυτό δεν είναι ούτε μικρό πράγμα, ούτε συνηθισμένο. Αρετή και δύναμη δείχνει, πιστεύω, ακόμη, πως αποφάσισε έγκαιρα να γίνει ζωγράφος, τίποτ΄άλλο. Και το ιδανικό του αυτό το πραγματοποίησε με πολύ συγκεκριμένους τρόπους.
Πρώτα πρώτα, με μια ασκητική προσήλωση στις πιο φίνες λεπτομέρειες της τέχνης, της καθαρής δημιουργίας, απαλλαγμένης από τα μάταια όσα πρόσθετα φκιασίδια. Έτσι έδωσε ένα νέο ,ουσιαστικό νόημα σ΄αυτό που λέμε «καθαρή» ζωγραφική.
Μετά, με την τόλμη της ειλικρίνειας των συναισθημάτων του απέναντι στη φύση, στον έρωτα και στο θάνατο, τόση, που είναι αρκετή να του δώσει μια από τις πιο τιμητικές θέσεις στην παγκόσμια εικαστική πρωτοπορία.
Τέλος, με την ιστορική του αίσθηση και την κοινωνική και θρησκευτική του συνείδηση, όπως αυτά προβάλλονται στο παρελθόν και αντανακλώνται στο μέλλον του Ελληνισμού, όπου γης, ως αδιάκοπου εκφραστή ενός κύρια μεσογειακού πολιτισμού. Ο ίδιος ο Στάμος σ΄άφηνε να υποψιαστείς τις εξαιρετικές στιγμές που ένιωθε, κατανοώντας τις γνώριμες σχέσεις σχεδίου, φόρμας, αρχέτυπου, μορφής, ιστορίας και μοντερνισμού, με όσες ρήξεις έχουν υποστεί αυτές οι σχέσεις μέσα στο χρόνο. Διάβαζε καθαρά το νόημά τους. Κατέληγε σ΄ένα ιδιότυπο συμπέρασμα για τους πολιτισμούς της Μεσογείου. Πως, δηλαδή, έδωσαν την αρχή στη μορφή και κατόπιν η μορφή έδωσε στην τέχνη, ό,τι ονομάζουμε σήμερα τέχνη απ΄τις αρχές του περασμένου αιώνα, δηλαδή μοντέρνα τέχνη. Το είχε δει νωρίτερα στα κυκλαδικά ειδώλια, στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στην τέχνη της ανατολής. Το είχε παρατηρήσει στο φως των καλλιτεχνών της μεσογείου, στη σχέση τους με την Αρχή…
΄Ετσι ο Στάμος, με τις ελληνικές του ρίζες και τις κοσμοπολίτικες εμπειρίες του από το νέο κόσμο, γίνεται, πιστεύω, βαθμιαία κεντρικός ζωγράφος του μείζονος ελληνισμού. Από την αρχή διαιωνίζει και ταιριάζει θαυμαστά όλα τα ζωντανά στοιχεία, που ορίζουν την διαδρομή της τέχνης μέσα στο χρόνο. Κι αυτό το πετυχαίνει με απλότητα, με τόλμη περισσή, τέτοια, που αναγκάζει κάθε κοινωνό και μελετητή του έργου του να λογαριάζει τον Στάμο, με ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, σαν έναν από τους πιο τίμιους, γοητευτικούς και ανθρώπινους ζωγράφους της εποχής μας.
Και μάλιστα, και θα τελειώσω μ΄αυτό, αν η τύχη τόφερνε κι αλλιώς, σαν τον ζωγράφο, που θα μπορούσε να διαδραματίσει για την κουλτούρα του Ελληνισμού το ρόλο που έπαιξε ο Ματίς για τη γαλλική κουλτούρα, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί σε μια συζήτησή μας ένας κοινός μας φίλος στα μέσα της δεκαετίας του ΄70.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, μέσα στη δίνη των όσων διαδραματίστηκαν σ΄εκείνη, τη δραματική για το Στάμο, εποχή, όμως τίποτα δεν αποκλείει, ώστε αυτό να συμβεί στο μέλλον.
Κώστας Δ. Γλένης Λευκάδα, Σεπτέμβρης 2006